θεοληψία

θεοληψία
η (Α θεοληψία) [θεόληπτος]
η θεϊκή έμπνευση
νεοελλ.
(ψυχιατρ.) ψυχοπαθολογική κατάσταση κατά την οποία αυτός που πάσχει βρίσκεται συνεχώς σε έκσταση ενώπιον τής ιδέας τού θεού
αρχ.
1. δεισιδαιμονία
2. μανία, παραφροσύνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θεοληψία — θεοληψίᾱ , θεοληψία inspiration fem nom/voc/acc dual θεοληψίᾱ , θεοληψία inspiration fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοληψία — η το να είναι κάποιος θεόληπτος: Τον κατέλαβε θεοληψία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεοληψίας — θεοληψίᾱς , θεοληψία inspiration fem acc pl θεοληψίᾱς , θεοληψία inspiration fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοληψίαν — θεοληψίᾱν , θεοληψία inspiration fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοληψίαις — θεοληψία inspiration fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκθειασμός — ο (Α ἐκθειασμός) θαυμασμός, ζωηρός έπαινος αρχ. θεία μανία, θεοληψία …   Dictionary of Greek

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

  • θεοληπτικός — θεοληπτικός, ή, όν (Α) [θεόληπτος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε θεόληπτο 2. το θηλ. ως ουσ. ή θεοληπτική η θεοληψία …   Dictionary of Greek

  • θεομανία — η (Α θεομανία) [θεομανής] (νεοελλ. 1. η κατάσταση τού θεομανούς 2. η θεϊκή έμπνευση, η θεοληψία αρχ. μανία σταλμένη από τους θεούς …   Dictionary of Greek

  • ДРЕВНЯЯ ГРЕЦИЯ — территория на юге Балканского п ова (см. также статьи Античность, Греция). История Д. Г. охватывает период с нач. II тыс. до Р. Х. по нач. I тыс. по Р. Х. География и этнография Фестский диск. XVII в. до Р. Х. (Археологический музей в Ираклио,… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”